- λιθογραφείο
- τοτο εργαστήριο όπου δουλεύουν οι λιθογράφοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιθογραφείο — το εργαστήριο λιθογράφου ή εργοστάσιο κατασκευής και εκτύπωσης λιθογραφημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. λιθογραφείον, μαρτυρείται από το 1855 στον Ιω. Αγγελόπουλο] … Dictionary of Greek
Σενεφέλντερ, Αλόις — (Senefelder). Γερμανός τυπογράφος, εφευρέτης της λιθογραφίας (1771 1834). Ύστερα από επίμονες προσπάθειες, κατόρθωσε να επινοήσει μέθοδο αποτύπωσης με λίθινες πλάκες. Λίγο αργότερα ίδρυσε ένα λιθογραφείο και πήρε συνεργάτες του τους αδελφούς του… … Dictionary of Greek